- κρασοπατέρας
- ο пьяница, пьянчужка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρασοπατέρας — ο (Μ κρασοπατέρας) άνθρωπος που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες κρασιού, οινοπότης, κρασοκανάτας, μέθυσος … Dictionary of Greek
κρασοπατέρας — ο αυτός που έχει τη συνήθεια να μεθάει πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρατοκώθων — ἀκρατοκώθων ( ωνος), ο (Α) αυτός που πίνει πολύ άκρατο, ανέρωτο κρασί με την κανάτα, ο «κρασοπατέρας». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος + κώθων «είδος ποτηριού»] … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
κρασοβάρελο — το 1. το βαρέλι όπου φυλάγεται το κρασί 2. μτφ. άνθρωπος που πίνει πολύ κρασί, κρασοπατέρας, μπεκρής … Dictionary of Greek
κρασοκανάτα — η 1. η κανάτα τού κρασιού 2. μτφ. άνθρωπος που πίνει πολύ κρασί, μέθυσος, κρασοπατέρας, μπεκρής … Dictionary of Greek
κρασοσφούγγαρο — το 1. σφουγγάρι με το οποίο καθαρίζονται τα κρασιά που έχουν χυθεί σε τραπέζι 2. μτφ. άτομο ανθεκτικό στο πολύ κρασί, κρασοπατέρας … Dictionary of Greek
μαργαριταρόρριζος — μαργαριταρόρριζος, η, ον (Μ) αυτός που είναι κατασκευασμένος ή στολισμένος με μάργαρο, με σεντέφι, σεντεφένιος («χρυσὰ ἦσαν τὰ φουντώματα... καὶ μαργαριταρόρριζος ὁ θαυμαστὸς ὁ πίρος», Διήγ. εις τους κρασοπατέρας). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργαριτάρι +… … Dictionary of Greek
μεθύστακας — ο αυτός που συνεχώς μεθάει, οινοπότης, κρασοπατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθυστής + μεγεθ. κατάλ. ακας (πρβλ. χάντ ακας] … Dictionary of Greek
οινοδυνάστης — οἰνοδυνάστης, ὁ (Α) αυτός που αντέχει στην οινοποσία, ο δυνατός στο κρασί, κρασοπατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + δυνάστης] … Dictionary of Greek
οινομανής — ές (ΑΜ οἰνομανής, ές) 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά το κρασί, κρασοπατέρας, μπεκρής, μέθυσος 2. αυτός που είναι μανιασμένος μετά το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + μανής (< μαίνομαι*)] … Dictionary of Greek